- οινοχάρων
- οἰνοχάρων, -οντος, ὁ (Α)κωμικό παρωνύμιο τού Φιλίππου τού Μακεδόνα, επειδή έβαζε δηλητήριο στο κρασί τών εχθρών του και τούς έστελνε στον Κάτω Κόσμο, με λογοπαίγνιο για την αγάπη του στο κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + Χάρων (βλ. λ. χαίρω)].
Dictionary of Greek. 2013.